Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τίς ὧδε τλησικάρδιος ϑεῶν ὅτ ῳ τάδ' ἐπιχαρῆ

См. также в других словарях:

  • τλησικάρδιος — ον, Α 1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.) 2. υπομονητικός, καρτερικός. επίρρ... τλησικαρδίως Α καρτερικά, υπομονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • επιχαρής — ἐπιχαρής, ές (Α) 1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τόν χαροποιούν; Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»